ανατρίβω

ανατρίβω
μετ. делать массаж, массировать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ανατρίβω" в других словарях:

  • ανατρίβω — ἀνατρίβω (Α) 1. τρίβω ελαφρά και συνέχεια, μαλάσσω 2. θωπεύω, χαϊδεύω 3. παθ. τρίβομαι, φθείρομαι …   Dictionary of Greek

  • ἀνέτριβεν — ἀνατρίβω rub aor ind pass 3rd pl (epic) ἀνέτρῑβεν , ἀνατρίβω rub imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατριβέν — ἀνατρίβω rub aor part pass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατρῖψαι — ἀνατρίβω rub aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατρίβῃ — ἀνατρί̱βῃ , ἀνατρίβω rub pres subj mp 2nd sg ἀνατρί̱βῃ , ἀνατρίβω rub pres ind mp 2nd sg ἀνατρί̱βῃ , ἀνατρίβω rub pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατρίψει — ἀνάτριψις chafing fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀνατρίψεϊ , ἀνάτριψις chafing fem dat sg (epic) ἀνάτριψις chafing fem dat sg (attic ionic) ἀνατρί̱ψει , ἀνατρίβω rub aor subj act 3rd sg (epic) ἀνατρί̱ψει , ἀνατρίβω rub fut ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προανατετριμμένων — προανατετρῑμμένων , πρό ἀνατρίβω rub perf part mp fem gen pl προανατετρῑμμένων , πρό ἀνατρίβω rub perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προανατριφθέντα — προανατρῑφθέντα , πρό ἀνατρίβω rub aor part pass neut nom/voc/acc pl προανατρῑφθέντα , πρό ἀνατρίβω rub aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προανατρίψαντα — προανατρί̱ψαντα , πρό ἀνατρίβω rub aor part act neut nom/voc/acc pl προανατρί̱ψαντα , πρό ἀνατρίβω rub aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προανάτριβε — προανάτρῑβε , πρό ἀνατρίβω rub pres imperat act 2nd sg προανάτρῑβε , πρό ἀνατρίβω rub imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνανατετριμμένων — συνανατετρῑμμένων , σύν ἀνατρίβω rub perf part mp fem gen pl συνανατετρῑμμένων , σύν ἀνατρίβω rub perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»